εκπυρσοκροτώ

εκπυρσοκροτώ
[экпирсокрото] ρ взрывать, стрелять.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εκπυρσοκροτώ" в других словарях:

  • εκπυρσοκροτώ — εκπυρσοκροτώ, εκπυρσοκρότησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκπυρσοκροτώ — ( έω) κροτώ, αναδίδω ήχο λόγω ανάφλεξης εκρηκτικής ύλης («το όπλο δεν εκπυρσοκρότησε») …   Dictionary of Greek

  • εκπυρσοκροτώ — εκπυρσοκρότησα, αμτβ. (για ό πλα, φυσίγγια κτλ.), κάνω κρότο εξαιτίας ανάφλεξης εκρηκτικής ύλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… …   Dictionary of Greek

  • πυρσοκροτώ — έω, Ν εκπυρσοκροτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + κροτώ (πρβλ. χειρο κροτώ)] …   Dictionary of Greek

  • σμπαράρω — Ν 1. ρίχνω σμπάρο, πυροβολώ 2. σπάζω, θρυμματίζω 3. (για πυροβόλο) εκπυρσοκροτώ 4. σχίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbarrare «κλείνω, φράζω, συσφίγγω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»